ΚΡΗΤΙΚΗ ΤΟΠΙΚΗ ΑΝΔΡΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ 1-3 Όσον αφορά στη γυναικεία φορεσιά, η γυναίκα της Κρήτης συνεχίζει να φορά το βυζαντινό ένδυμα και μετά την κατάληψη του νησιού από τους Βενετούς και μέχρι περίπου την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Αυτό αποτελείται από δύο ιμάτια με μανδύα και τυμπάνιον στο κεφάλι. Οι απλές γυναίκες της υπαίθρου φορούσαν τα ίδια ρούχα, κατώτερης όμως ποιότητας και στη μέση μια ποδιά, το προσέργιον. Σύνηθες ήταν ακόμα και το σακοφίστανο (ζακέτα και φούστα), που μαζί με την ποδιά, φοριέται ακόμα και σήμερα από τις υπερήλικες γυναίκες στα χωριά μας. Από το τέλος του 15 ου αιώνα το ρεύμα σπρώχνει προς την ιταλική μόδα και η εύπορη χωρική της Κρήτης ακολουθεί τη μόδα της Κρητικής αστής που ντύνεται σύμφωνα με τη μόδα της Βενετίας. Η είσοδος της ανδρικής βράκας στην Κρήτη, επηρέασε και τη γυναικεία φορεσιά. Οι νέες κοπέλες δανείστηκαν από τους άνδρες το «μεϊτάνι» και το ονόμασαν ζιπόνι το οποίο κέντησαν με χρυσές κλωστές και ονομάστηκε και χρυσοζίπονο. Αξίζει εδώ να σημειωθεί η καταπληκτική ομοιότητα του ζιπονιού, που αφήνει το στήθος ανοικτό, με το περικόρμιο των γυναικών της Κνωσού. Το ζιπόνι στην αρχή ήταν κοντό και φορέθηκε πάνω από το φόρεμα. Αργότερα, το 17 ο αιώνα, το φόρεμα χωρίστηκε σε επανωκόρμι και φούστα. Το επανωκόρμι σιγά σιγά αποσύρεται και αντικαθίσταται από κεντημένο πουκάμισο. Αργότερα η φορεσιά συμπληρώνεται με τη διακοσμητική μπροσποδιά, κατάλοιπο της βυζαντινής εποχής. Σήμερα, σώζονται τρεις χαρακτηριστικές γυναικείες κρητικές φορεσιές, που η καθεμιά πρωτοφορέθηκε σε διαφορετικό σημείο του νησιού, αλλά με την πάροδο του χρόνου εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την Κρήτη. Η σφακιανή φορεσιά, η ανωγειανή ή «σάρτζα» και η φορεσιά της Κριτσάς ή «κούδα». Η σφακιανή είναι η γιορτινή ή νυφική φορεσιά της περιοχής των Σφακίων και φορέθηκε σε ολόκληρη τη δυτική Κρήτη. Είναι η φορεσιά με τα παλιότερα στοιχεία απ' όλους τους τύπους ενδυμασιών που παραλάβαμε στις αρχές του 20 ου αιώνα. Αποτελείται από πολύπτυχη φούστα σε χρώμα βυσινί ή καφέ συνήθως. Στο κάτω μέρος έχει φάσα από δυο φαρδιά χρυσαφένια σιρίτια. Το πουκάμισο της φορεσιάς είναι λευκό υφαντό, μεταξωτό ή βαμβακερό και στις άκρες των μανικιών μπορεί να έχει πλούσια κεντήματα ή προσραπτόμενη δαντέλα. Πάνω απ' το πουκάμισο μπαίνει το μεσάτο ζιπόνι, του οποίου τα μανίκια μπορεί να είναι αποσπώμενα. Το ζιπόνι είναι χρώματος μαύρου, καφέ ή βυσσινί, φτιαγμένο από τσόχα ή βελούδινο ύφασμα καλής ποιότητας. Είναι χρυσοκέντητο και μπροστά έχει άνοιγμα σε σχήμα V και κλείνει στο κάτω μέρος του σε ένα σημείο. Το μαντήλι μπορεί να έχει χρώμα κόκκινο ή βυσσινί και να δένεται στο κεφάλι ή άσπρο ριχτό. Στη στολή μπορεί να προστεθεί και υφαντή λευκή ποδιά, διακοσμημένη με πλούσια κεντήματα. Η σάρτζα ή ανωγειανή φορεσιά πήρε το όνομά της από ένα βασικό κομμάτι της στολής που έχει σχήμα ποδιάς και λέγεται σάρτζα. Φορέθηκε σε ολόκληρη την Κρήτη αλλά ιδιαίτερα στα Ανώγεια απ' όπου και πήρε το όνομά της.

ΚΡΗΤΙΚΗ ΤΟΠΙΚΗ ΑΝΔΡΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ 05f52f1c

Η στολή αποτελείται από μια φαρδιά παντελόνα φουφουλωτή στα κάτω άκρα. Από πάνω μπαίνει μια μακριά πουκαμίσα χρώματος κρεμ, που έχει το ρόλο του φορέματος αφού είναι τόσο μακριά όσο να φαίνεται το κάτω μέρος από τις μπατζάκες του παντελονιού. Η ποδιά της φορεσιάς είναι η κλασική κρητική ποδιά με τα πλούσια κεντήματα. Η σάρτζα, που έχει κόκκινο χρώμα, είναι μια ποδιά που δένεται πίσω και οι δυο της άκρες πιασμένες μπαίνουν στην αριστερή πλευρά της ζώνης, η οποία είναι και αυτή κόκκινη υφαντή. Το ζιπόνι φτιάχνεται από τσόχα σε διάφορα χρώματα, με επικρατέστερο το μαύρο, κι είναι πλούσια χρυσοκεντημένο. Αφήνει μπροστά ένα μεγάλο ημικυκλικό άνοιγμα με συνέπεια να μην καλύπτει το στήθος. Το κεφαλομάντηλο είναι κόκκινο ή βυσσινί με χρυσό ή κίτρινο κρόσσι. Η Κούδα ή φορεσιά της Κριτσάς πήρε το όνομά της από ένα εξάρτημα σε σχήμα φούστας, χρώματος κόκκινου που ονομάζεται κούδα (στα ιταλικά σημαίνει ουρά). Από τον τρόπο που φοριέται και πιάνεται στο πίσω μέρος σχηματίζει μια ιδιότυπη διακόσμηση σε σχήμα ουράς. Η φορεσιά αυτή έχει πολλές ομοιότητες με τη την Ανωγειανή φορεσιά, αφού και αυτή περιλαμβάνει παντελόνα, και μακριά πουκαμίσα. Η διαφορά είναι ότι η παντελόνα έχει φαρδύ κέντημα στα μπατζάκια ίδιο με αυτό της ποδιάς Το ζιπόνι της φορεσιάς έχει ίδιο χρώμα με την κούδα, και είναι πιο μακρύ καλύπτοντας τους γοφούς. Ιδιαίτερο είναι το κεφαλομάντηλο της φορεσιάς. Είναι λευκό, πολύ μακρύ και έχει ιδιαίτερο δέσιμο. Ξεχωριστή θέση στη γυναικεία ενδυματολογία κατέχουν τα κοσμήματα της κεφαλής, που η παρουσία τους, εκτός από διακοσμητική ήταν και φυλακτική. Τα κοσμήματα του στήθους, του λαιμού, της μέσης, μαρτυρούν την οικονομική και κοινωνική θέση της Κρητικιάς. Ξεχωριστή θέση σε αυτά καταλαμβάνει το σύμβολο-κόσμημα, ο σταυρός. Επίσης, η γυναίκα της Κρήτης φοράει βραχιόλια, δαχτυλίδια και νομίσματα, ραμμένα πάνω στο μαντήλι, στο στήθος και στη μέση. Τέλος, τη γυναικεία φορεσιά συμπληρώνει το αργυρομπουνιαλάκι, το γυναικείο μαχαίρι, που είναι ίδιο με το ανδρικό αλλά μικρότερων διαστάσεων και περνιέται στη ζώνη της Κρητικοπούλας.


ΟΙ ΒΑΣΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΩΝ ΕΝΔΥΜΑΣΙΩΝ

Οι βασικοί τύποι των γιορτινών γυναικείων ενδυμασιών της Κρήτης, που έφθασαν μέχρις τις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε τις παραλάβαμε, είναι: η «Φορεσιά με ζιπόνι και φουστάνι», η «Σάρτζα» και η «Κούδα». Από αυτές προέρχονται πολλές παραλλαγές ή τοπικές ονομασίες τους, όπως η «Σφακιανή», η «Χανιώτικη», η «Μεσσαρίτικη», η «Ρεθεμνιώτικη», η «Κριτσιώτικη» κ.α. Αρκετά στοιχεία από τις φορεσιές αυτές προέρχονται από τα βυζαντινά γυναικεία ρούχα του 11ου αιώνα (ζώνη, ποδιά).

ΚΡΗΤΙΚΗ ΤΟΠΙΚΗ ΑΝΔΡΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ 2-3

Η «Φορεσιά με ζιπόνι και φουστάνι» παρουσιάστηκε στις αρχές του 17ου αιώνα και φορέθηκε σε όλη σχεδόν την Κρήτη, ιδιαίτερα, όμως, στη δυτική ως η πιο επίσημη, γιορτινή ή νυφιάτικη αστική. Είναι ο τύπος της φορεσιάς με τα παλαιότερα στοιχεία. Κάποια από αυτά απηχούν τη βενετσιάνικη μόδα των γυναικείων ρούχων του 15ου αιώνα. Αποτελείται από το «ζιπόνι», το μεταξωτό μακρύ πουκά- μισο, τη φούστα ή το «ρούχο, όπως λέγεται το μακρύ μεταξωτό φουστάνι από στόφα ή δαμάσκο, το «σπαλέτο» (ένα μεταξωτό μαντήλι που δένεται στο λαιμό), τη μεταξωτή ζώνη, την ποδιά, το «μπασαλάκι» μέσα στη ζώνη και για κεφαλοκάλυμμα το μεταξοΰφαντο μαντήλι ή το «παπάζι» ή το «βελιό» που όπως είπαμε, λέγεται και «φακιόλι» ή «φατσόλι». Το «ζιπόνι» της φορεσιάς αυτής φτιάχνεται σε διάφορα σχέδια και χρώματα. Άλλοτε σκεπάζει το στήθος και έχει μπροστά μεγάλο άνοιγμα σε σχήμα V, άλλοτε αφήνει μεγάλο ημικυκλικό άνοιγμα με συνέπεια να μην καλύπτει το στήθος, άλλοτε έχει μισά μανίκια, άλλοτε ολόκληρα και άλλοτε αυτοτελή ξεχωριστά που στερεώνονται στους ώμους με θελιές και τα οποία έχουν σχισμές κατά μήκος τους, από το μπράτσο έως τον καρπό. Όταν παλαιότερα με τη φορεσιά αυτή φοριόταν το «χρυσόπλεκτο» κεφαλομάντηλο, τότε όλη η ενδυμασία λεγόταν «Χρυσόπλεκτο».
ΚΡΗΤΙΚΗ ΤΟΠΙΚΗ ΑΝΔΡΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ 3-1


ΚΡΗΤΙΚΗ ΤΟΠΙΚΗ ΑΝΔΡΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ 4-1
Η φορεσιά «Σάρτζα» παρουσιάστηκε στα μέσα περίπου του 17ου αιώνα και φορέθηκε σε ολόκληρη την Κρήτη, ιδιαίτερα, όμως, στην κεντρική και ως επίσημη και ως καθημερινή. Συνήθιζαν να τη φορούν οι «ψικαρούδες», δηλαδή οι κοπέλες που αποτελούσαν τη συνοδεία της νύφης, το «ψίκι» όπως λεγόταν. Είναι η ενδυμασία που τις τελευταίες δεκαετίες ακούγεται με την ονομασία «ανωγειανή», παρασύροντας έτσι αρκετούς στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι η φορεσιά αυτή προέρχεται από τα Ανώγεια της επαρχίας Μυλοποτάμου ή ότι φοριόταν μόνον εκεί.

Το όνομα της ενδυμασίας προέρχεται από ένα βασικό κομμάτι – εξάρτημά της, που έχει σχήμα ποδιάς και που λέγεται «σάρτζα». Η λέξη σάρτζα δηλώνει είδος υφάσματος , της κοινής μάλλινης τσόχας. Ο όρος, προφανώς, προήλθε από το αραβικό εμιράτο Σάρτζα ή Σάρικα, που κατασκεύαζαν τα αρχικά υφάσματα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία της σάρτζας (ποδιάς) ή γιατί εκεί οι ντόπιες φορούσαν έναν παρεμφερή τύπο φούστας - ποδιάς. Φαίνεται, λοιπόν, ότι το είδος του υφάσματος έδωσε το όνομά του στο κομμάτι - εξάρτημα, που ήταν φτιαγμένο από αυτό, και στη συνέχεια σε ολόκληρο το φόρεμα. Να σημειωθεί ότι η «σάρτζα» δένεται στη μέση, καλύπτοντας το αριστερό πόδι, κι υπάρχουν διάφοροι τρόποι με τους οποίους φοριέται. Στη φορεσιά αυτή δεν περιλαμβάνεται φούστα, καθώς αυτή υποκαθίσταται από τη «σάρτζα». Το σύνολο της φορεσιάς συγκροτούν: η «σάρτζα», το «ζιπόνι», το μακρύ μεταξωτό πουκάμισο, η μακριά φουφουλωτή βράκα που φθάνει μέχρι κάτω στους αστραγάλους και φαίνεται, το «γιεμενί», δηλαδή το αραχνοΰφαντο μεταξωτό (άλλοτε βαμβακερό ) κεφαλομάντηλο σε χρώμα ρουμπινί, η φαρδιά ζώνη, η ποδιά και το «μπασαλάκι» .

ΚΡΗΤΙΚΗ ΤΟΠΙΚΗ ΑΝΔΡΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ 5-1

Στα μέσα του 17ου αιώνα, και σχεδόν ταυτόχρονα με την εμφάνιση της φορεσιάς «Σάρτζα», παρουσιάζεται, στην Ανατολική Κρήτη η ενδυμασία «Κούδα». Το όνομά της το πήρε και αυτή από ένα εξάρτημα σε σχήμα φούστας, που λέγεται «κούδα» από την ιταλική λέξη coda, που σημαίνει ουρά. Από τον τρόπο με τον οποίο φοριέται η φούστα αυτή - η οποία να σημειωθεί πως αποτελεί εξέλιξη μιας βυζαντινής μόδας του 15ου αιώνα και της «καρπέτας», μιας φούστας του 17ου αιώνα, σχηματίζεται μια ιδιότυπη διακόσμηση, ένα μεγάλο dΚΡΗΤΙΚΗ ΤΟΠΙΚΗ ΑΝΔΡΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ Rape, δηλαδή περικάλυψη με ύφασμα, που μοιάζει με ουρά. Έτσι, το σχήμα της φούστας έδωσε το όνομα στο ρούχο και στη συνέχεια σε ολόκληρη την ενδυμασία. Η Κούδα λέγεται και φορεσιά Κριτσάς, επειδή λέγεται ότι πρωτοεμφανίστηκε εκεί που βρίσκεται το σημερινό κεφαλοχώρι Κριτσάς, στο νομό Λασιθίου.

Η φορεσιά «Κούδα» αποτελείται από: «κούδα», «ζιπόνι» ή «σαλταμάργκα» ή «φέρμελη», μακρύ μεταξωτό πουκάμισο, μακριά φουφουλωτή βράκα, πλούσια κεντημένη, που φθάνει μέχρι κάτω στους αστραγάλους και φαίνεται, μεταξωτή ζώνη , ποδιά και για κεφαλοκάλυμμα τη «σάλπα».


πηγη...γιουσουρουμ