Tό ραντεβού στόν αέρα
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.
Η ωρα !!

clock-desktop.com
Ελάτε να κουβεντιάσουμε

[ Copy this | Start New | Full Size ]
Πρόσφατα Θέματα
ΕΟΡΤΟΛΌΓΙΟ
Ανέκδοτα
Ανέκδοτα από το Asteiakia.gr
Πρόβλεψη ημέρας για διάφορες περιοχές
πρόγνωση καιρού από το weather.gr
Ροή είδήσεων
Αναλυτικά ζώδια
Τί παίζει τώραστήν ΤV.

 

Τίτλοι εφημερίδων
Φαρμακεία

Γυναίκα και Θρησκεία

Πήγαινε κάτω

Γυναίκα και Θρησκεία Empty Γυναίκα και Θρησκεία

Δημοσίευση  Aννα 10.02.10 15:37

Πολυθεϊσμός και Μητριαρχία

Ταξινομούμε τις θρησκείες της ανθρωπότητας σε δυο μεγάλες ομάδες : τον πολυθεϊσμό και τον μονοθεϊσμό. Εκεί όπου λατρεύεται το θείο στην πληθυντική εκδοχή του (θεοί, θεές, θεότητες, πάνθεο, δωδεκάθεο κ.λπ.), κάνουμε λόγο για πολυθεϊσμό εντάσσοντας ποικίλες παραδόσεις, όπως είναι η ελληνορωμαϊκή θρησκεία, τα ινδικά θρησκεύματα (ινδουϊσμός, βουδισμός κ.λπ.) και οι παραδόσεις της Απω Ανατολής (τάο, ζεν, σίντο κ.ά.). Οπου το θείο εκλαμβάνεται σε ενικό αριθμό ως ο Θεός, Ενας και Μοναδικός, εκεί πια μιλάμε για μονοθεϊσμό κι εννοούμε τρεις συγκεκριμένες παραδόσεις της Μέσης Ανατολής : ιουδαϊσμός, χριστιανισμός, μουσουλμανισμός. Πέρα από την φαινομενικά αριθμητική διαφορά μεταξύ πολυθεϊσμού και μονοθεϊσμού (λατρεία πολλών ή μιας θεότητας) υπάρχει μια διαφοροποίηση στο φύλο του θείου. Ο πολυθεϊσμός είναι μητριαρχικός, ενώ ο μονοθεϊσμός παραμένει πατριαρχικός. Στις πολυθεϊστικές παραδόσεις πρυτανεύει το θηλυκό στοιχείο, της μητέρας-θεάς, της «Μεγάλης Μητέρας» (Magna Matter), που γίνεται συνώνυμο της «μήτρας» (matrix) και της πρώτης «ύλης» (materia), η οποία δίνει ζωή στο σύμπαν γεννώντας και αναγεννώντας καθετί (matter-matrix-materia). Ο κύκλος και η σφαίρα σαν εξεικόνιση της μήτρας και των κόλπων συμβολίζουν την τελειότητα και κυριαρχούν στον πολυθεϊσμό. Η αιώνια επανάληψη και η αέναη ανακύκληση νοηματοδοτούν τον ανθρώπινο βίο. Η φύση είναι η θεότητα και η ψυχή αντιστοιχίζεται στην φύση.

Περιττό καν να λεχθεί ότι σε μια τέτοια περίπτωση υπερτερεί το θήλυ στοιχείο, προβάλλεται το γυναικείο δεδομένο, προκρίνεται το μητριαρχικό πρότυπο και συνδηλώνεται με την οργιαστική, γεώδη, γεωργική, αγροτική παράμετρο. Αν επίγεια εξεικόνιση της ενδοφυσικότητας είναι η γη και η γυνή, τότε επουράνιο αντίστοιχό της είναι η σελήνη, αυτό το φαινομενικά ατελές ουράνιο σώμα , το ετερόφωτο στοιχείο, που διαρκώς εναλλάσσεται, «αδειάζει» και «γεμίζει» μέσα σε έναν κύκλο τόσων ημερών όσο διαρκεί ο γυναικείος κύκλος της εμμήνου ρύσεως.

Δεν είναι δήθεν ότι ο πολυθεϊσμός κηρύσσει την πίστη σε πολλούς θεούς και ο μονοθεϊσμός σε έναν Θεό, ούτε βέβαια πρόκειται για την πληθυντική (πολυ - θεϊσμός) και την ενική (μονο - θεϊσμός) μορφή θρησκευτικότητας. Ο πολυθεϊσμός με την μητριαρχική, γυναικεία, γεωργική, γεώγη, οργιαστική, φυσιοκρατική-φυσιολατρική και σεληνιακή ενδοφυσικότητά του προτείνει την εξίσωση του θείου με την φύση και υποτάσσει το θεϊκό στοιχείο στο φυσικό.

Το φυσικό υπέρκειται παντός άλλου στοιχείου ως το πλέον περιεκτικό πάντων των όντων, τόσο των επιγείων-ανθρωπίνων όσο και των επουρανίων-θεϊκών στοιχείων. Όπως η μία και μοναδική ανθρωπότητα αποτελείται από πάμπολλους και πολυποίκιλους ανθρώπους, εντελώς διαφορετικούς κατά φύλο (άρρεν και θήλυ), φυλή, άτομο κ.λπ., έτσι ακριβώς και η μία και μοναδική θεότητα σύγκειται από πάμπολλες και πολυποίκιλες θεότητες, με πολλαπλότητα φύλου (θεοί και θεές), ιδιαιτερότητες ιδιοτήτων (θεότητες ανάλογα με τα στοιχεία της φύσης και τις τέχνες ή τις δεξιότητες του ανθρώπου), που σε μερικές περιπτώσεις αριθμούνται όπως π.χ. το αρχαιοελληνικό πάνθεον ανάγεται στο δωδεκάθεο του Ολύμπου κ.λπ. Σημασία δεν έχει η αρίθμηση των θεοτήτων αλλά η πολλαπλότητα και η ποικιλία του θείου το οποίο υπόκειται στην φύση και υπέρκειται του ανθρώπου. Περιττεύει βέβαια να τονισθεί ότι ο πολυθεϊσμός είναι απρόσωπος. Το υπέρτατο ον είναι μια ουσία, δηλαδή η φύση, η πρώτη ύλη, κατιτί σαν την ξυλεία, την αρχαιοελληνική «ύλην», από την οποία παράγονται τα επιμέρους ξύλα και κατασκευάζονται όλα τα ξύλινα αντικείμενα. Η προτεραιότητα της απρόσωπης, άμορφης (αϊδιας) και άχρονης (αιώνιας) ουσίας λέγεται ουσιοκρατία (essentialismus) και διατυπώνει φιλοσοφικά αυτό ακριβώς που θρησκειολογικά εμβιώνεται με τον πολυθεϊσμό, δηλαδή την ενδοφυσικότητα, την φυσιοκρατία και φυσιολατρία, τον "νατουραλισμό" της κοσμολογίας. Κάθε επιμέρους ον (προσωπικό, ατομικό, υπαρκτό: existentia) εκλαμβάνεται ως κατώτερο, υποδεέστερο, παράγωγο και προϊόν της απρόσωπης, άχρονης, άμορφης και υπέρτατης ουσίας (essentia) που ταυτίζεται με την φύση (natura), η οποία γεννά (nascio) και αναγεννά όλες τις υπάρξεις, θείες κι ανθρώπινες εξίσου και παρόμοια.

ΙI

Μονοθεϊσμός και Πατριαρχία

Ο μονοθεϊσμός εκπροσωπεί τις εντελώς αντίθετες προτεραιότητες του πολυθεϊσμού. Ας σημειωθεί ότι οι μονοθεϊστικές παραδόσεις είναι ιστορικά μεταγενέστερες των πολυθεϊστικών, γεωγραφικά όμως είναι πολύ πιο διαδεδο-μένες στην υφήλιο και πληθυσμιακά συναγωνίζονται μεταξύ τους. Ο μονοθεϊσμός λατρεύει το θείο σε ενική μορφή (ο Θεός, ο Ενας και Μοναδικός), αρσενικού γένους (ο Θεός) και με πατρική φυσιογνωμία (ο Θεός-Πατέρας). Οι ηγετικοί ρόλοι (ιερέας, προφήτης, νομοθέτης, διδάσκαλος) ανατίθενται στο πρώτο φύλο και ονοματοδοτούνται πατρικά (πατήρ, πατριάρχης, αββάς, γέροντας). Το δεύτερο φύλο αποκλείεται από το ιερατείο και υποτιμάται με σωρεία μειωτικών διακρίσεων σε βάρος του. Η σχέση του ανθρώπου με το θείο στον μονοθεϊσμό τροφοδοτείατι με τα βιώματα της πατρικής σχέσης κάθε ανθρώπου.

Ο μονοθεϊσμός (ιουδαϊσμός, χριστιανισμός, Ισλάμ) εμφανίζεται στην Μέση Ανατολή, στον τεράστιο γεωφυσικό χώρο ο οποίος οριοθετείται δυτικά από την Μεσόγειο και ανατολικά από την Μεσοποταμία, ανάμεσα σε Νείλο και σε Ιορδάνη, κι εμφανίζεται ως αυτοκριτική οριοθέτηση απέναντι στον περιβάλλοντα πολυθεϊσμό. Ας σημειωθεί ότι ιστορικά-χρονολογικά και χωρικά-γεωγραφικά ο μονοθεϊσμός επακολουθεί τον πολυθεϊσμό, ανακύπτει μέσα στους κόλπους του , αλλά τάχιστα αναδεικνύεται σε απηνή πολέμιο της πολυθεϊστικής θρησκευτικότητας. Η βασική διαφορά πολυθεϊσμού-μονοθεϊσμού δεν είναι ποσοτική-αριθμητική, σαν δήθεν πίστη σε μια ή πολλές θεότητες, αλλά πρόκειται για ουσιαστική-ποιοτική διαφορά.

Ο πολυθεϊσμός εδράζεται στην φύση, ενώ ο μονοθεϊσμός υπερβαίνει την φύση. Η πολυθεϊστική θρησκευτικότητα καταφάσκει την φύση και την αποδέχεται, ενώ η μονοθεϊστική θρησκευτικότητα αρνείται την φύση, την αποφάσκει και την υπερβαίνει, στην καλύτερη περίπτωση, όταν βεβαίως -στην χειρότερη περίπτωση- δεν την καταπολεμά ούτε την καταργεί! Ο πολυθεϊσμός είναι ενδοφυσικός, φυσιοκρατικός και φυσιολατρικός, κοσμολογικός και νατουραλιστικός, ουσιοκρατικός και απρόσωπος, ενώ ο μονθεϊσμός παραμένει εξωφυσικός, υπερφυσικός, υπερβατικός, προσωπικός, προσωποκρατικός, περσοναλιστικός και υπαρξιακός.

Αφετηριακή πίστη του μονοθεϊσμού είναι η ύπαρξη ενός όντος, προσωπικού, που είναι ο ΄Ενας και Μοναδικός Θεός, υπέρτατος δημιουργός, ύψιστος προνοητής και ύπατος κριτής του σύμπαντος, τόσο του άψυχου, άβιου, ανόργανου, άλογου κόσμου (φύση) όσο και του έμψυχου, έμβιου, ενόργανου, έλλογου όντος (άνθρωπος). Η αρχή του σύμπαντος είναι προσωπική, υποστατική, υπαρξιακή. Όχι πλέον η απρόσωπη, άμορφη (αϊδια), άχρονη (αιώνια) ουσία της φύσης, αλλά ένα ον, μια ύπαρξη, ένα πρόσωπο, που αποκαλείται Θεός («εγώ ειμί ο ων») υπέρκειται παντός απροσώπου και πολυπροσώπου όντος, επιγείου ή επουρανίου.

Το θείο εκλαμβάνεται ως ον προσωπικό, το όντως ον ή καλύτερα ο όντως Ων, που δίνει την ουσία σε κάθε ον ως δύναμη ουσιοποιός και ουσιαρχική. Δεν είναι πλέον η απρόσωπη, άχρονη και άμορφη ουσία το ύπατο θεμέλιο του σύμπαντος, αλλά ένα πρόσωπο, μια ύπαρξη, το όντως ον : «ου γαρ εκ της ουσίας ο ων, αλλ' εκ του όντος η ουσία» (Γρηγόριος Παλαμάς). Η προτεραιότητα του προσώπου, του όντος και της ύπαρξης αποκαλείται στην φιλοσοφική ορολογία προσωποκρατία (personalismus), προσωποκεντρισμός (περσοναλισμός) και αποτελεί την μεταφυσική προϋπόθεση του μονοθεϊσμού.

Αξίζει τον κόπο να μελετήσουμε τον μονοθεϊσμό αντιστικτικά ως προς τον πολυθεϊσμό. Το ομόλογο μέγεθος του μονοθεϊσμού στα δύο φύλα είναι το αρσενικό, ανδρικό, ανδροκρατικό, φαλλικό και πατριαρχικό στοιχείο. Ο Θεός είναι ΄Ενας και Μοναδικός με μορφή ανδρική και πατρική (Θεός Πατήρ), ακόμα και η τριαδικότητα αναπτύσσεται αρρενωπά (Πατήρ-Υιός).

Ο κυρίαρχος συμβολισμός είναι ο ουρανός κι όχι πλέον η γη του πολυθεϊσμού με το γήινο, γεώδες, γυναικείο, θηλυκό, μητρικό και μητριαρχικό στοιχείο. Αντί για την μήτρα του πολυθεϊσμού συνδηλώνεται ο φαλλός του μονοθεϊσμού : η ευθεία γραμμή με την σαφήνεια και την ακαμψία, τον κανόνα που τέμνει κι ανατέμνει, ορίζει και χωρίζει.

Το ουράνιο σύμβολο του μονοθεϊσμού δεν είναι η σελήνη του πολυθεϊσμού, αλλά ο ήλιος με την απαρέγκλιτη σταθέροτητα κι ακαμψία του, όσο βεβαίως και την εκτυφλωτική λάμψη του που θερμαίνει και πυρώνει, λάμπει και τυφλώνει, δίνει φως σε όλους και παίρνει το φως όσων τολμούν να τον κοιτάζουν κατάματα, κατά πρόσωπο, φωτίζει και πυρπολεί, ως φως και φωτιά, πυρ και πυρά. Αντί για τον κύκλο επικρατεί η γραμμή, που με συμβολικό τρόπο χαράσσει όρια, διχοτομεί και διαιρεί, ορίζει και χωρίζει, καθορίζει και περιορίζει συνάμα. Το γεωμετρικό σώμα του μονοθεϊσμού δεν είναι πλέον η σφαίρα, αλλά το ημισφαίριο (τρούλλος) και το παραλληλεπίπεδο (κύβος) που γεωμετρεί το σύμπαν με την ευθεία γραμμή, η οποία ελάχιστα συνάδει με την φύση που μαρτυρεί κυκλικότητα και κυματισμό μάλλον παρά γραμμικότητα και παραλληλότητα.

Τόσο η πολυθεϊστική "μητριαρχία" όσο και η μονοθεϊστική "πατριαρχία" ανήκουν σε αυτό που ονομάζεται "ανθρωπομορφισμός". Το θείο παίρνει ανθρώπινη μορφή, αφού η ανάγκη του ανθρώπου για θεό κάνει λόγο περί αυτού (θεο-λογία) σύμφωνα με τις δικές του ανθρώπινες υπαρξιακές ανάγκες. Το θηλυκό-μητριαρχικό-γυναικοκρατικό μοντέλο ταιριάζει εκεί όπου η ενότητα και η αναφορά, η εγκόλπωση και η υιοθέτηση χρειάζονται επιτακτικά. Αντιθέτως το αρσενικό-πατριαρχικό-ανδροκρατικό πρότυπο ανήκει εκεί όπου η προσωπική πρωτοβουλία, η ετερότητα και η ιδιαιτερότητα, η διαφορά και η ελευθερία, η χειραφέτηση και η ανάπτυξη θεωρούνται πιο επιτακτικές ανάγκες του ανθρώπου. Ο προφήτης και ο μύστης είναι οι χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες που ενσαρκώ-νουν τα δυο αυτά διαφορετικά ιδιώματα.

Η συνύπαρξη πατριαρχίας και μητριαρχίας δεν είναι μόνον αναπόφευκτη αλλά και αναγκαία. Σε κάθε πατριαρχική παράδοση επιβιώνουν πάμπολλα μητριαρχικά στοιχεία απαλύνοντας τις ανυπόφορες μονομέρειες ή τις νοσηρές ακρότητες που ταλαιπωρούν τις μονοσήμαντες σχέσεις της ζωής μας, πατρικές ή μητρικές. Στο ΄Αγιον ΄Ορος επικρατεί το "πατριαρχικό" έθιμο του αβάτου, δηλαδή η απαγόρευση εισόδου γυναικών. Ταυτόχρονα όμως ισχύει η "μητριαρχική" παράδοση της αφιέρωσης αυτής της μοναστικής πολιτείας στην Θεομήτορα και η αθωνική χερσόνησος επονομάζεται "Περιβόλι της Παναγίας". Η συμβίωση "γυναικοκρατίας" και "ανδροκρατίας" στην θρησκεία είναι φαινόμενο θεμιτό και συνηθισμένο.

ΙII

Θεανθρωπισμός και Θεομητορισμός

Ο χριστιανισμός έρχεται να συνεισφέρει μιαν άλλη πίστη, που είναι ο Χριστός ως Θεάνθρωπος, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, ο οποίος ως Υιός του Θεού Πατρός γεννάται εκ «Πνεύματος Αγίου» και «Μαρίας της Παρθένου». Το πρώτιστο χαρακτηριστικό γνώρισμα του χριστιανισμού που συρράπτεται αμεσότατα με το όνομα και το γεγονός Χριστός είναι το θεανθρώπινο ή το θεανδρικό στοιχείο, όπως επίσης συνηθίζεται να λέγεται αλλιώς. Ο χριστιανισμός είναι «θεανθρωπισμός»: πρόκειται για την πίστη και την βίωση του Χριστού που είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Υιός του Πατρός, ο Λόγος του Θεού, ο Θεάνθρωπος, δηλαδή τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Η θρησκειολογική ιδιαιτερότητα του χριστιανισμού εντοπίζεται στην θεανθρωπινότητά του που υπερβαίνει τόσο τον θεϊσμό, ο οποίος χαρακτηρίζει κάθε θρησκεία, όσο και τον ανθρωπισμό, που διακρίνει κάθε μορφή εκκοσμίκευσης. Με αυτήν την έννοια προβάλλεται ο θεολογικός ισχυρισμός ότι ο χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία, αλλά είναι εκκλησία που έχει επιπλέον και θρησκευτικά ιδιώματα, χωρίς όμως ποτέ να ταυτίζεται με την θρησκεία.Η επικέντρωση του χριστιανισμού στον Χριστό και στην θεανθρωπινότητά Του αναδεικνύει τον χριστοκεντρισμό ως την κατ΄ εξοχήν οριοθετική γραμμή μεταξύ εκκλησίας και θρησκείας σε ρητή διάκριση προς τον θεοκεντρισμό κάθε θρησκευτικότητας και προς τον ανθρωποκεντρισμό κάθε κοσμικότητας.

Η Μαρία διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο ως «Θεομήτωρ», «Θεοτόκος» και Μητέρα του Θεού. Λατρεύεται σε κάθε εποχή (χειμερινά «Εισόδια της Θεοτόκου», εαρινός «Ευαγγελισμός», θερινή «Κοίμηση της Θεοτόκου») και πανηγυρίζεται με λαμπρότητα κι ευαισθησία από τον λαό. Αξιοπρόσεκτη είναι η λατρεία της Μητέρας του Θεού στις τρεις χερσονήσους της Μεσογείου (ελλαδική, ιταλική, ιβηρική) με τρόπο που μολονότι διαφοροποιείται θεολογικά, ωστόσο προσομοιάζει λαογραφικά. Η πάνδημη λατρεία της Θεομήτορος δεν είναι βέβαια άσχετη από την προχριστιανική αφοσίωση στην Μητέρα-Θεά. Παρότι θεολογικά υπάρχουν τεράστιες ανομοιότητες, ωστόσο θρησκειολογικά επισημαίνονται εξίσου απειράριθμες ομοιότητες. Αξίζει τον κόπο να θυμίσουμε την θεολογική και μεταφυσική διαφορά τους. Η φύση και η θεότητα σε σχέση με αυτήν διακρίνουν τον προχριστιανικό από τον χριστιανικό κόσμο σε όλα τα επίπεδα. Η Μητέρα-Θεά ανήκει στην φύση και ταυτίζεται με αυτήν. Εκφράζει την φυσική αρμονία, αλλά επίσης ενσαρκώνει την τυφλή υποταγή του ανθρώπου στην σκληρή αναγκαιότητα της φύσης που γεννάται κι αναγεννάται, αλλά ποτέ δεν αλλάζει, ούτε καινοτομεί, μήτε πρωτοτυπεί. Η χριστιανική Μητέρα του Θεού εκφράζει την απόσταση της θεότητας από την φύση και δηλώνει την υπέρβαση της αναγκαιότητας του φυσικού σύμπαντος. Η φύση, που είναι σκληρή εξαιτίας της μοίρας και του νόμου («ανάγκα και θεοί πείθονται»), αντικαθίσταται από την σχέση του ανθρώπου προς το θείο, η οποία είναι καρπός προσωπικής επιλογής, ελεύθερης βούλησης και αυτόνομης θέλησης. Αντί για την ανάγκη η ελευθερία, στην θέση του μοιραίου μπαίνει το αυτόνομο, τον τόπο του νομικού ή νομοτελειακού παίρνει το αυτεξούσιο του ανθρώπου και απέναντι στην υποταγή προς την φύση προβάλλεται η αντίσταση σε αυτήν.

Η υμνολογία και η θεολογία του Δεκαπενταύγουστου διαδηλώνουν αυτήν ακριβώς την αντίληψη. Η Μητέρα του Θεού υμνείται στον ΄Ορθρο της Κοιμήσεως (15η Αυγούστου) διότι «νενίκηνται της φύσεως οι όροι εν σοί, Παρθένε άχραντε», υπερβαίνονται και εξουδετερώνονται οι επιβολές της φύσης πάνω στο ανθρώπινο γένος με παράδειγμα την Παναγία, η οποία δοξάζεται ως «η μετά τόκον Παρθένος και μετά θάνατον ζώσα». Στο ευαγγελικό ανάγνωσμα των κατανυκτικών ακολουθιών του Δεκαπενταυγούστου (Λουκ. 11,27-28) απορρίπτεται η εξύμνηση της φυσικής καταγωγής του Θεανθρώπου («μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε και μαστοί ούς εθήλασας») και προβάλλεται η οικειοθελής σχέση του ανθρώπου με το θείο («μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν»). Η προχριστιανική Μητέρα-Θεά παραχωρεί την θέση της στην χριστιανική Μητέρα του Θεού ανοίγοντας τον κλειστό κόσμο της ανάγκης της φύσης στον ανοικτό ορίζοντα της ελευθερίας του ανθρώπου. Σε ποιο βαθμό βιώνεται αυτό ακόμα σήμερα είναι άγνωστο, αφού κάτι τέτοιο δεν μετράται σε δημοσκοπήσεις.

Ας δούμε την διάκριση ανάμεσα στην φύση και στην σχέση για να συνειδητοποιήσουμε την θεομητορική ανθρωπολογία που αρδεύει υπόρρητα την ορθόδοξη θεολογία.

1. Η φύση αναφέρεται στην ανάγκη και η σχέση παραπέμπει στην ελευθερία. Η γέννηση του ανθρώπου είναι φυσικό γεγονός που υπόκειται στην ανάγκη. Κανείς άνθρωπος δεν διάλεξε να γεννηθεί ή όχι, ποτέ δεν ερωτήθηκε για την γέννησή του και σε καμμιά περίπτωση δεν επέλεξε τις συνθήκες της γέννησής του ούτε καν τον κόσμο τον οποίο αντίκρυσαν τα δυό του μάτια βγαίνοντας από τον μητρικό κόλπο κι αργότερα εγκαταλείποντας τους μητρικούς κόλπους στην ενηλικίωσή του. Ετσι λοιπόν η γέννηση συρράπτεται με την ανάγκη.

Αντιθέτως η ελευθερία συνδέεται με την σχέση. Σε μάς εναπόκειται να επιλέξουμε συνειδητά κι ελεύθερα τις ανθρώπινες σχέσεις μας, να διαλέξουμε αβίαστα κι ανεμπόδιστα τον δρόμο του Θεού ή όχι, την ατραπό της αρετής ή της κακίας, την οδό του Χριστού ή του Αντιχρίστου. Η σχέση μας με τον λόγο του Θεού, θεωρητικά κι έμπρακτα ( «ακούοντες», «φυλάσσοντες»), είναι ζήτημα ελευθερίας, δικής μας επιλογής, κι όχι υπόθεση ανάγκης, βίας, πειθαναγκασμού ή εξαναγκασμού. Επειδή η ελευθερία είναι ανώτερη από την ανάγκη, γι' αυτό η σχέση προτιμάται αντί για την φύση.

2. Η φύση ανήκει στο παρελθόν και η σχέση αναφέρεται στο μέλλον. Κάθε φυσική κατάσταση απορρέει από το παρελθόν. Η γέννηση είναι υπόθεση του χθες, γι' αυτό η φύση έχει αναπόφευκτα μια κάποια δόση μοιρολατρίας, παρελθοντολογίας και κλειστότητας. Το χθες μοιάζει κλειστό, τελειωμένο ( αν και όχι τέλειο! ), περαιωμένο και πεπερασμένο, περίκλειστο και περιφραγμένο από σωρό γεγονότα ανεξάρτητα από την θέλησή μας και τις προτιμήσεις μας. Ετσι λοιπόν η φύση εξαιτίας της κλειστής υφής της μοιάζει μελαγχολική, ίσως καταθλιπτική, και το χρώμα της φαντάζει «γκρίζο». Η βίωση της ανάγκης κάνει την φυσικότητα συνώνυμη της κλειστότητας και της αναγκαιότητας.

Όμως η σχέση σημαίνει την ανοικτότητα και την δυνατότητα. Το αύριο μένει πάντα ανοικτό, εξαρτάται από εμάς και την ελεύθερη βούλησή μας το τι θα κάνουμε, τι θα πράξουμε, τι θα προτιμήσουμε, τι θα κρατήσουμε και τι θα παρατήσουμε, με ποιους θα πάμε και ποιους θα αφήσουμε, αν πορευθούμε τον έναν ή τον άλλο δρόμο, του καλού ή του κακού. Το μέλλον είναι πλήρες δυνατοτήτων και κενό αναγκαιοτήτων. Το αύριο είναι ανοικτό σαν τον ορίζοντα του ουρανού που όσο κι αν τον πλησιάζεις ποτέ δεν τον φθάνεις κι ούτε ποτέ τον κλείνεις ! Το μέλλον σε αγκαλιάζει χωρίς να σε σφίγγει, σε περιβάλλει δίχως να σε περικλείει !

Η σχέση λοιπόν φέρει τον ανοικτό ορίζοντα των πολλών δυνατοτήτων που ελευθερώνουν τον άνθρωπο, τον εμπνέουν και τον ενθουσιάζουν. Ετσι η σχέση ενέχει την αισιοδοξία και τον οπτιμισμό, την ελπίδα και τον ενθουσιασμό, την έμπνευση και την ενεργητικότητα, αντί για την παθητικότητα, την απαισιοδοξία, την απελπισία,την μοιρολατρία, τον πεσιμισμό, την κατάθλιψη και την μελαγχολία της φύσης εξαιτίας της κλειστότητας και της αναγκαιότητας.

3. Η φύση αφορά στην γέννηση και η σχέση αναφέρεται στην αναγέννηση. Ο άνθρωπος χρωστά την γέννησή του με όλους τους περιορισμούς της κτιστότητας ( ασθένεια, αναπηρία, γηρατειά, θάνατος, αμαρτία ) στην φύση, η οποία ενσαρκώνεται στην μητέρα του με την κυοφορία («κοιλία») και την επιβίωση («μαστοί»). Η μητρική προέλευση είναι φυσική γέννηση με όλα τα συνεπακόλουθα: κλειστότητα, αναγκαιότητα, παρελθοντολογία.

Αντιθέτως η σχέση του ανθρώπου συνεπάγεται την πνευματική αναγέννηση. Εκτός από την γέννηση έχουμε την αναγέννηση! Αν η γέννηση είναι φυσική, η αναγέννηση είναι πνευματική. Κάθε χριστιανός έχει την φυσική του μητέρα στην οποία οφείλει την γέννησή του («κοιλία», «μαστοί»), αλλά επιπλέον, - άν όχι κατ' εξοχήν ! - έχει και τον πνευματικό του πατέρα, τον «γέροντά» του, τον «πνευματικό» του, τον εξομολόγο του, στον οποίο χρωστά την πνευματική του αναγέννηση. Η αναγέννηση σημαίνεται με την σχέση: «ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν» (Λκ. 11, 28). Ο Χριστός μακαρίζει την σχέση κι όχι απλώς την φύση, μάς παραπέμπει στην πνευματική αναγέννηση, δηλαδή στην ελευθερία και στην δυνατότητα, στην μελλοντολογία και στην ανοικτότητα, στην δημιουργικότητα και στην αισοδοξία, στον οπτιμισμό και στην ελπίδα, στην ζωή και στην ανάσταση ! Ο Κύριος δεν αρκείται κι ούτε συμβιβάζεται με την απλή φυσική γέννηση, που σημαίνει την ανάγκη και την ανελευθερία, την απουσία επιλογής, την αδυναμία θέλησης και την ανυπαρξία ελεύθερης βούλησης, με συνεπακόλουθα την κλειστότητα και την αναγκαιότητα, την μελαγχολία και την απαισιοδοξία, τον πεσιμισμό και τον φαταλισμό, την αιτιοκρατία και την μοιρολατρία, την νομοτέλεια και τον εξαναγκασμό, δηλαδή τον πνευματικό θάνατο του ανθρώπου ως καρπό ατελούς ενηλικίωσης και ανολοκλήρωτης ωρίμανσης.

Μάς αρκεί ως κατακλείδα η δειγματοληπτική προσεπιμαρτυρία της υμνογραφίας μας από την ίδια αυτή παμμέγιστη θεομητορική εορτή της εκκλησίας μας. «Νενίκηνται της φύσεως οι όροι εν σοι, Παρθένε άχραντε¨ παρθενεύει γαρ τόκος, και ζωήν προμνηστεύεται θάνατος. Η μετά τόκον Παρθένος και μετά θάνατον ζώσα, σώζοις αεί, Θεοτόκε, την κληρονομίαν σου» ( ΄Ορθρος, ωδή Θ΄ ). Τα ζεύγματα των αντιθέσεων είναι εύγλωττα : «παρθενία» - «τόκος» (γέννηση), «θάνατος» (Κοίμηση της Θεοτόκου) - «ζωή» (προμνηστεία της ζωής). Η ρητή και κατηγορηματική δήλωση της θεολογίας δια στόματος της υμνολογίας εξαρκεί οπωσδήποτε και υπερκαλύπτει το θεομητορικό σχόλιο : «νενίκηνται της φύσεως οι όροι» ! Με την Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου κατανικώνται οι όροι, οι προϋποθέσεις και τα όρια, τα σύνορα, οι φραγμοί και οι φυλακισμοί του ανθρώπου μέσα στην φύση.

Αυτό κατορθώνεται χάρη στην σχέση μας, δηλαδή στην σχέση μας με τον Θεό , «ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν» (Λκ 11, 28), στην σχέση μας με τον Θεάνθρωπο Κύριο ημών Ιησού Χριστό, στην σχέση μας με την Μητέρα Εκκλησία, η οποία σημαίνεται δια των μυστηρίων και μάλιστα της θείας ευχαριστίας που τελείται από τον επίσκοπο εις «τόπον και τύπον Χριστού», και, τέλος, στην σχέση μας με τον πνευματικό μας πατέρα που συγκεκριμενοποιεί και εξειδικεύει το προσωπικό οδοιπορικό μας από τον θάνατο στην ζωή κι από την ζωή στην ανάσταση, ενσαρκώνοντας την μετάβαση από την φύση στην σχέση με όλα τα συνεπακόλουθα που προσπαθήσαμε να επισημειώσουμε παραπάνω.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΕΙΩΣΗ

Λεπτομερής βιβλιογραφική τεκμηρίωση και περαιτέρω ανάπτυξη του θέματος βλ. στο βιβλίο Μ. ΜΠΕΓΖΟΣ, Φαινομενολογία της Θρησκείας, Αθήνα, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 1995, 267-286 («Γυναίκα και Φύλο: Μητριαρχία ή Φεμινισμός;»).

Μάριος Μπέγζος
Aννα
Aννα
Αdmin
Αdmin

Αριθμός μηνυμάτων : 4835
Ημερομηνία εγγραφής : 02/01/2010
Ηλικία : 60
Τόπος : Αθήνα

https://randevou-ston-aera5.forumgreek.com

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή

- Παρόμοια θέματα

 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης